- κεφαλαιαγορά
- ηη αγορά, δηλ. οι τράπεζες, τα χρηματιστήρια κ.ά. ιδρύματα, στην οποία γίνεται διαπραγμάτευση τών μεσοπρόθεσμων και ιδίως τών μακροπρόθεσμων δανείων, υπό διάφορες μορφές, και μέσω τής οποίας συγκεντρώνονται από διάφορους επενδυτές κεφάλαια για να διοχετευθούν στις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ανάγκη από αυτά για παραγωγικές επενδύσεις.
Dictionary of Greek. 2013.